πολύσκαλμος

πολύσκαλμος
-ον, Α
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + σκαλμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πολυσκάλμου — πολύσκαλμος many oared masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”